Ο παπάς που ενέπνευσε μέρος της αγνωστικιστικής μερίδας της γενιάς μου να παντρευτεί σε εκκλησία και να βαφτίσει τα παιδιά της δεν ζει πια.
Κάποτε, εμείς που ήδη συζούσαμε, τον ρωτήσαμε αν μπορεί να μας παντρέψει στο τάδε μοναστήρι –ακατοίκητο, χωρίς καν ηλεκτρικό. «Και στη μέση της θάλασσας», απάντησε «μόνο στείλτε να με πάρουν γιατί έχω καταστρέψει το αυτοκίνητό μου με τις τρέλες σας».
Ουδέποτε αρνήθηκε να δώσει όνομα εκτός χριστιανικού εορτολογίου σε εποχές που άλλοι απειλούσαν με… τιμωρία απ’ τον Θεό (!). Ούτε στράβωσε όταν έγινα νονά στην καθολική εκκλησία (όλα μαθαίνονται στον μικρό μας τόπο). «Πάντα άξια», μου ευχήθηκε «και το νου σου, οι νονοί έχουν ευθύνες».
Στων παιδιών μου τη βάφτιση μου ψιθύρισε: «Τα λαδόπανα να τα ξεπλύνεις στη θάλασσα. Κι αν θέλεις, φέρε τα νεοφώτιστα να κοινωνήσουν τις επόμενες τρεις Κυριακές».
Υποψιασμένη από μια ελαφριά πατητή στο μωρό, που ως τότε γελούσε μέσα στην κολυμπήθρα, κάτι ήθελα να του πω μα το κατάπια. Άντε, σκέφτηκα, τρεις Κυριακές και δεν ξαναπατάω.
Όμως… μια Κυριακή, τα χεράκια ενός παιδιού που κοινωνούσε ξέφυγαν απ’ το αγκάλιασμα της μητέρας του κι έριξαν κάτω το δισκοπότηρο. Πώς να σας περιγράψω το χάος που ξέσπασε; το κλάμα των γερόντων; Πώς να σας περιγράψω τις στιγμές που ο παπάς γονατιστός έγλειφε σταγόνα σταγόνα την Κοινωνία από τα μάρμαρα;
Ξαναπήγα. Ως παρατηρητής. Από σεβασμό στην πίστη των άλλων. Από σεβασμό στον παπά πήγα στην ενορία του. Μεγάλη Παρασκευή στο βυζαντινό εκκλησάκι που έχει εκκλησίασμα τους λίγους πια, κυρίως ηλικιωμένους, κατοίκους της Παροικιάς.
Έκτοτε, κάθε χρόνο θαύμαζα πώς κατάφερνε τα πιο ατίθασα εγγόνια των ενοριτών του (μικρός ο τόπος, είπαμε) να κρατούν τα άβολα για το μπόι τους εξαπτέρυγα κι ανθρώπους που δεν περίμενες να δεις να σηκώνουν τον επιτάφιο τον μικρούλη, τον στολισμένο απλά!
Ήταν ο παπάς που μ’ ένα αδιόρατο νεύμα έγνεφε ήρθες ή ήταν η εικόνα που με συγκινούσε; Σκεπασμένη με μαύρο βελούδο η Παναγία, ως μάνα μαυροντυμένη, θρηνεί το μοναδικό της παιδί που ούτως ή άλλως ήταν μοναδικό για κείνη…
Πλησιάζει Μεγάλη Παρασκευή και το εκκλησάκι είναι ορφανό από παπά.
Ίσως το λειτουργήσει ο παπα-Στέλιος, που είναι σαρανταπεντάρης και βάζελος και δεν διστάζει να σηκώσει το ράσο για να παίξει μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς.