Η στιγμή της ελληνικής μόδας είναι τώρα. Στα δύσκολα. Επειδή οι συγκυρίες ευνοούν την τοπική παραγωγή. Οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά το πιο απλό το χωράει το μυαλό μου. Ότι δηλαδή, αν υπάρχει υποδομή, καλή διαχείριση ανθρώπων, υλικών και μέσων παραγωγής, μπορεί να υπάρξει καλό προϊόν σε καλή τιμή.
Όμως, τα γνώριμα αμαρτήματα της ελληνικής αγοράς που ωφελούν τους μεσάζοντες και όχι τους παραγωγούς και τους καταναλωτές τα εντοπίζω φυσικά και σε αυτόν τον ταλαιπωρημένο χώρο. Γι’ αυτό 100% ελληνική μόδα δεν μπορούμε να έχουμε. Γιατί τα εργοστάσια τύπου Λαναρά έκλεισαν, οι εργαζόμενοι φωνασκούν στο Σύνταγμα και προϊόν με ονοματεπώνυμο δεν έχουμε.
Κάθε σαιζόν, φθινόπωρο και αρχές άνοιξης, οι Eβδομάδες Μόδας πάνε κι έρχονται δυο-δυο. Η πρώτη ήταν του Συλλόγου των Ελλήνων Σχεδιαστών. Η δεύτερη
των υπολοίπων, που είτε είχαν φάει πόρτα από τον Σύλλογο είτε ήταν νέοι και στυλιστικά ασχημάτιστοι για να λέγονται σχεδιαστές. Βέβαια, θα πείτε –και ορθά–, σε μία χώρα σαν τη δική μας, που δεν έχει βιομηχανία μόδας, πώς πήραν το βάπτισμα οι μεν (οι σχεδιαστές) για να κρίνουν τους δε (νέους και άπειρους);
Και εδώ έρχονται οι μεσάζοντες. Που στον χώρο της μόδας αποκαλούνται γραφεία παραγωγής, διοργάνωσης και δημοσίων σχέσεων. Το σύστημα δουλεύει ως εξής: τα γραφεία έχουν ένα ευρύ πελατολόγιο. Από τρόφιμα, ποτά, είδη σπιτιού, κήπου, οικοδομής. Οι πελάτες έχουν τον πόθο να μπουν σε σελίδες περιοδικών, να βγουν στα κανάλια. Τα γραφεία υπόσχονται να δημιουργήσουν μία σεβαστή εικόνα στο εταιρικό προφίλ τους.
Από την απέναντι όχθη, οι σχεδιαστές που έχουν μία μικρή παραγωγή στα ατελιέ τους ζουν με το όνειρο του σώου, του κόσμου, της αναγνώρισης του ταλέντου τους. Επειδή είναι άνθρωποι του πάθους για τη μόδα, συνήθως βλέπουν τον κόσμο από το περιορισμένο οπτικό πεδίο του πάγκου εργασίας και του σαλονιού τους. Τα γραφεία είναι η διέξοδος, γιατί υπόσχονται σπόνσορες.
Εννοείται ότι όποιος πληρώνει, έχει απαιτήσεις. Επομένως να μην επεκταθώ σε λεπτομέρειες που προσομοιάζουν με γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλα «σαλόνια»… κακόφημων σπιτιών, που θα έλεγε κάποια ηλικιωμένη κυρία με αγωγή Αρσακειάδας του ’30.
Σήμερα, λοιπόν, που ξεκινά η δεύτερη Εβδομάδα Μόδας της σαιζόν και που δυστυχώς το μείγμα των ξένων καλών ονομάτων με το εγχώριο «φυτώριο» δεν θα προσφέρει κάτι ουσιαστικό στην παραγωγή, στον χώρο εργασίας, έστω στη δημιουργικότητα, αναρωτιέμαι: Αυτή τη μεγάλη φούσκα του γκλάμορ πώς θα την χειριστούμε; Πόσες από τις οπαδούς των γηπέδων της ελληνικής μόδας ντύνονται από τα χεράκια των σχεδιαστών; Τι ωφελούν οι επιδείξεις των συλλογών, όταν αυτές δεν προκαλούν παραγγελίες; Πότε θα βγούμε από τη λογική του σαλονιού για να μιλήσουμε για μεγέθη χονδρικής πώλησης; Πότε θα αναλάβει το όραμα της ελληνικής μόδας ένας ταλαντούχος μάνατζερ, που θα κουμαντάρει βελόνες, κλωστές, υπερεγώ, γρανάζια μηχανής, εργάτες, πολιτικούς και μήντια;
Όσο λαμβάνω προσκλήσεις για σώου μόδας, όσο βλέπω τους απολυμένους του Λαναρά να τελειώνουν τις ελπίδες τους για δουλειά στα πανό του συνδικαλισμού, ξέρω ότι μία απάντηση ταιριάζει σε όλους και όλα: «ΠΟΤΕ!».