Στην κάβα και στο κόμμα
29.7.2008
Θυμάστε τι λέγαμε για τον ιδιοκτήτη της κάβας από την Πάτρα; (Αν όχι, καθώς άλλωστε είναι δύσκολο να θυμάται κανείς ό,τι δεν έχει διαβάσει, μπορείτε να «χτυπήσετε» στα προηγούμενα, είναι ένα από τα καλά του διαδικτύου.) Λέγαμε πως όταν τρέχεις να φορτώσεις νυχτιάτικα στα Λιόσια ουίσκι με σκοτωμένη τιμή μάλλον είσαι υποψιασμένος –και έχεις αποδεχθεί– ότι πρόκειται για μπόμπα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν, βέβαια, σκαστή απάτη –είχαν φορτώσει χλωρίνη. Και όποτε, όμως, φορτώνουν ουίσκι, πρόκειται συνήθως για ουίσκι με εισαγωγικά. Ώστε όποιος έμπορος ή καταστηματάρχης συμπράττει σε περίεργα αλισβερίσια γνωρίζει ότι κάτι δεν είναι καθαρό: το λιγότερο είναι η συναλλαγή χωρίς τιμολόγιο, το συνηθέστερο ο εμπλουτισμός με ξυλόπνευμα. Όποιος νύχτα περπατεί κλπ.
Όλα αυτά δεν τα (ξανα)γράφω επειδή η επανάληψις μήτηρ μαθήσεως, αλλά επειδή μπορεί να ισχύουν και αλλού. Εκεί όπου εμπορεύονται όχι οινόπνευμα, αλλά, π.χ., δημόσια έργα –ή και πολιτική. Λυπήθηκε, φερ’ ειπείν, ο κ. Κ. Σημίτης για την αποκάλυψη σκοτεινών διαδρομών χρήματος από τη Siemens προς στελέχη της παράταξής του (αλλά και την ίδια την παράταξη) επί των ημερών του, γιατί αδικούν τους πολλούς που δεν είχαν καμιά σχέση με τέτοια πράγματα. [Μόλις διάβασα αυτή την τελευταία φράση διερωτήθηκα: άραγε ο κ. Σημίτης λυπήθηκε για το γεγονός ή για την αποκάλυψη; Αν ισχύει το τελευταίο, τον συμμερίζομαι απολύτως.] Υπαινίσσομαι, θα μου πείτε, ότι ο κ. Σημίτης είχε ανάμειξη, ότι υπήρξε ανέντιμος; Όχι. Και τα περί «αρχιερέα της διαφθοράς» του Κώστα Καραμανλή κατά την προεκλογική περίοδο τα είχα βρει ενοχλητικά «εύκολα».
Αυτό που σκέφτομαι, όμως, είναι ότι τα πράγματα μοιάζουν κάπως με τις «μπόμπες». Ο αρχηγός ενδέχεται να μην ξέρει λεπτομέρειες και ασφαλώς μπορεί να μη γνωρίζει καθόλου ποιοι εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις για να βγάλουν προσωπικό γερό χαρτζιλίκι. Δεν γίνεται όμως να μην έχει αντίληψη ότι η κομματική λειτουργία και οι προεκλογικές εκστρατείες χρειάζονται χρήματα πολύ περισσότερα από αυτά της κρατικής επιδότησης, των επίσημων δωρεών και των συνδρομών των μελών. Στις επιχειρήσεις δεν είναι ασύνηθες, σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποιο από τα μεγάλα κεφάλια να αρκείται στην εντολή «ξεκεφαλώστε τα και δεν θέλω να ξέρω», μεταθέτοντας την ευθύνη των ειδικών χειρισμών σε κάποιο άλλο μεγάλο κεφάλι ή και μόνο σε κάποιο μεγάλο στέλεχος. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχει αντίληψη του πώς οι παραδίπλα ή οι παρακάτω τα «ξεκεφαλώνουν» στην πράξη.
Το χειρότερο (ή καλύτερο, από μια πλευρά); Εν προκειμένω την έχουμε και εμείς αυτή την αντίληψη! Εδώ δεν είναι όπως οι «μπόμπες», στις οποίες οι έμποροι προσφεύγουν από απληστία, ενώ και νομίμως θα είχαν κέρδος αρκετό. Στην πολιτική, με τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος (για τα προσχήματα, φυσικά), φαίνεται πως είναι υποχρεωτική η παρανομία στη συγκέντρωση εσόδων, αν θέλει να έχει κανείς ελπίδα νίκης. Η τιμιότητα, όπως πολύ συχνά στη ζωή, αποδεικνύεται τελικώς διαβάθμιση παρανομίας: είναι τίμιος όποιος συγκεντρώνει, έστω αδιαφανώς, χρήματα για το κόμμα – και ανέντιμος εκείνος που βουτάει το δάχτυλο στο μέλι.
Όποιος πολίτης έχει μάτια δεν μπορεί παρά να τα βλέπει αυτά. Αν όποτε τυχαίνει να αποκαλυφθεί κάτι εξανίσταται, χρεώνεται κάποια υποκρισία. Είναι σαν να πηγαίνουμε σε μπαρ που τιμολογεί το ουίσκι ένα ευρώ (σιγά μην υπάρχει) και να απορούμε που φτιάχνεται στο Βοτανικό.