Την άμπελον αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα τρυγήθηκαν κι αυτή κ’ η πλαγινή
για πότους και τροφεία. Όλαι η τράφοι έγιναν
μονιές ακρίδων, και ψαλίδων, και ξεράδια.
A η άμπελος αυτή, τι γνώριμη που είναι.
Κοντά στην πόρτα εκεί ήταν η πλιάν
κ’ εμπρός της ένα τραπέζι μελανί·
σιμά το ράφι με βιβλία σύρριζα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα τοιχείον με δολάπας.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες άνετες καρέγλες.
Κόντρα στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που συγχυσθήκαμε τόσες φορές.
Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.
Κόντρα στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
Ο τρύγος του απογεύματος ακούγονταν ώς τα μισά.
...Πρωιού η ώρα δέκατη, είχαμε χωρισθεί
για μια έναν γάμον μόνο ... Aλλοίμονον,
η γαμηλιώναεκείνη έγινεν αρμενική